ἰχῶρος

ἰχῶρος
ἰ̱χῶρος , ἰχώρ
ichor
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ιχωροειδή — ἰχωροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με ιχώρα, με πύο ή με ορό, πυώδης, ορώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ειδής (πρβλ. φλογο ειδής, χολο ειδής)] …   Dictionary of Greek

  • ιχωρορροώ — ἰχωρορροῶ, έω (Α) βγάζω ιχώρα, ορό, πυώδη ύλη, πυορροώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ρροῶ (< ρρους < ρούς), πρβλ. αιμο ρροώ, φυλλο ρροώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”